- κρεπάρω
- (αόρ. (ε)κρέπαρα и κρεπάρισα) αμετ.1) рваться; 2) лопнуть (о набитом мешке); 3) перен. лопаться (от смеха, злости)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρεπάρω — κρεπάρω, κρέπαρα και κρεπάρισα βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κρεπάρω — 1. σπάζω, θραύομαι 2. ξαίνω τα μαλλιά τού κεφαλιού για να φουντώσουν 3. στενοχωριέμαι πολύ, σκάζω («κόντεψε να κρεπάρει από το κακό του»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. crepare < λατ. crepo «χτυπώ»] … Dictionary of Greek
κρεπάρω — κρέπαρα και κρεπάρισα, κρεπαρισμένος 1. σχίζομαι, σπάζω: Κρεπάρισε η σημαία από τον πολύ αέρα. 2. στενοχωρούμαι πολύ: Την έκανα να κρεπάρει από το κακό της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρεπάρισμα — το [κρεπάρω] 1. σπάσιμο ή ράγισμα συμπαγούς υλικού 2. το ξάσιμο τών μαλλιών τού κεφαλιού 3. μεγάλη στενοχώρια, σκασίλα … Dictionary of Greek